ἀκούσεις

ἀκούσεις
ἄκουσις
hearing
fem nom/voc pl (attic epic)
ἄκουσις
hearing
fem nom/acc pl (attic)
ἀκούω
hear
aor subj act 2nd sg (epic)
ἀκούω
hear
fut ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἀν τε φάγῃς, ἀν τε μὴ φάγῃς, ἀκούσεις κἂν γοῦν φάγε. — Ἀν τε φάγῃς, ἀν τε μὴ φάγῃς, ἀκούσεις (φάγος) κἂν γοῦν φάγε. См. Ел ли, не ел, а за обед почтут …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ел ли, не ел, а за обед почтут — (иноск.) об общей ответственности лиц, хотя бы без деятельного участия их; намек на обязательную расплату и общее участие в расходах, хотя бы без пользования (напр. пассажиров во время плавания, участников пира и т. п.) Ср. Все это (что я… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Ел ли, не ел, а за обед почтут — Ѣлъ ли, не ѣлъ, а за обѣдъ почтутъ (иноск.) объ общей отвѣтственности лицъ, хотя бы безъ дѣятельнаго участія ихъ (намекъ на обязательную расплату и общее участіе въ расходахъ, хотя бы безъ пользованія (напр. пассажировъ во время плаванія,… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • άκουσις — ἄκουσις ( εως), η (Α) 1. ακρόαση 2. στον πληθ. aἱ ἀκούσεις τα ἀκουσμάτια*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκούω. ΠΑΡ. αρχ. ἀκούσιμος] …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • κρα — (I) (AM κρά) ο κρωγμός τού κόρακα («από κόρακα κρα θ ακούσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ηχομιμήσεως]. (II) κρᾱ (Α) συγκεκομμένος παιγνιώδης τύπος αντί κράνος …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • μηδείς — μηδεμία, μηδέν, θηλ. και μηδεμιά (ΑΜ μηδείς, μηδεμία, μηδέν, Α και μηθείς, μηθεμία, μηθέν, αιολ. θηλ. μήδεϊα και μηδεΐα, Μ αρσ. και μηδένας) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ένας, κανένας 2. φρ. α) «μηδένα πρὸ τοῡ τέλους μακάριζε» (λόγοι τού Σόλωνος προς… …   Dictionary of Greek

  • ομολογώ — και μολογώ και μολογάω (ΑΜ ὁμολογῶ, έω) [ομόλογος] 1. αναγνωρίζω ρητώς κάτι που έκανα ή είπα, παραδέχομαι, αποδέχομαι («τα επιχειρήματα τόν έκαναν να ομολογήσει την ενοχή του») 2. (συν. ως τριτοπρόσ.) ομολογείται θεωρείται γενικά παραδεκτό,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”